- ξανθοί
- ξανθόςyellowmasc nom/voc plξανθόωdye yellowpres subj mp 2nd sgξανθόωdye yellowpres ind mp 2nd sgξανθόωdye yellowpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξανθοῖ — ξανθόω dye yellow pres ind mp 2nd sg ξανθόω dye yellow pres opt act 3rd sg ξανθόω dye yellow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξάνθοι — Ξάνθος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CELTAE — I. CELTAE inter Scitharum populos, a Claudio II. Imperatore devictos, apud Trebellium, in Claud. c. 6. Denique Scitharum diversi populi, Deucini Celtae etiam et Heruli in Romanum solum et Rem publ pxaedae cupiditate, venerunt, etc. quinam sint,… … Hofmann J. Lexicon universale
FLAVI — in aliquot Graecorum Oraculis, Franci indigitati sunt, ob capillorum colorem. Sic Rogerus Hovedenus CPoli in Porta Aurea, scripta esse haec verba refert, p. 650. Quando veniet Rex Flavus Occidentalis, tunc ego per meipsum aperiar, et tunc Latini… … Hofmann J. Lexicon universale
OVIS Rubra — imo purpurea; non in conversione rerum solum Cumaeô carmine praedictâ, apud Virglium, Ecl. 4. v. 39. Omnis fert omnia tellus, Non rastros patietur humus, non umea facem. Robustus quoque iam tauris iuga solvet arator. Nec varios discet mentiri… … Hofmann J. Lexicon universale
ενακμάζω — ἐνακμάζω (AM) μσν. μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.) αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.) 2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι 3. (για … Dictionary of Greek
μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γκουάντσοι — (Guanches).Ονομασία αρχαίας φυλής των Κανάριων νήσων. Ανήκαν στην ίδια φυλή με τους Βερβέρους της βόρειας Αφρικής και θύμιζαν πολύ με τα χαρακτηριστικά των σκελετών της την παλαιολιθική φυλή του Κρο Μανιόν. Γενικά είχαν αντοιχτόχρωμο δέρμα και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek